ιρίζω

ιρίζω
ἰρίζω (Α) [ίρις]
πάπ. εμφανίζω τα χρώματα τής ίριδας, ιριδίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιρισσόμενον — περῑρισσόμενον , περί ἰρίζω to be iridescent fut part mid masc acc sg (epic) περῑρισσόμενον , περί ἰρίζω to be iridescent fut part mid neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

  • ἰριῆς — ἰ̱ριῆς , ἰρίζω to be iridescent fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰρίζουσαν — ἰ̱ρίζουσαν , ἰρίζω to be iridescent pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰρίσειν — ἰ̱ρίσειν , ἰρίζω to be iridescent fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”